κατάγγελτος

κατάγγελτος
κατάγγελτος, -ον (Α) [καταγγέλομαι]
αυτός εναντίον τού οποίου έγινε καταγγελία
(«τοῑς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταγγέλτους — κατάγγελτος denounced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”